σκληρόπετσος

σκληρόπετσος
-η, -ο
αυτός που έχει σκληρό φλοιό: Αυτή η κληματαριά κάνει σκληρόπετσα σταφύλια.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • σκληρόπετσος — η, ο, Ν 1. αυτός που έχει σκληρό δέρμα 2. (κυρίως μτφ.) α) αυτός που διακρίνεται για τα σκληρά του αισθήματα, άσπλαχνος, ανάλγητος β) σκληραγωγημένος, ανθεκτικός στις κακουχίες και στον σωματικό πόνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκληρός + πέτσα (πρβλ. χοντρό… …   Dictionary of Greek

  • σκληρός — I Ορεινός οικισμός (89 κάτ., υψόμ. 900 μ.), στην επαρχία Τριφυλίας του νομού Μεσσηνίας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (23 τ. χλμ., 89 κάτ.). II Επώνυμο βυζαντινής οικογένειας. 1. Νικήτας. Πατρίκιος στα χρόνια του αυτοκράτορα Λέοντα ΣΤ’. Το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”